χοιροτρόφος

χοιροτρόφος
ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν
άτομο που εκτρέφει χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱππο-τρόφος, μηλο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοιροτρόφος — ο αυτός που εκτρέφει χοίρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιροστάτης — ο, Ν άτομο που φροντίζει για τη συστηματική ανάπτυξη και διατροφή τών χοίρων, χοιροτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, λυχνο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • χοιροτροφία — η, Ν 1. η συστηματική εκτροφή χοίρων 2. κλάδος τής ζωοτεχνίας που έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη και τη διατροφή τών χοίρων 3. ο αντίστοιχος κλάδος τής αγροτικής οικονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ.… …   Dictionary of Greek

  • χοιροτροφείο — το / χοιροτροφεῑον, ΝΑ [χοιροτρόφος] χώρος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροοτάσιο αρχ. επίδεσμος για το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”